ΚΥΠΡΙΑΚΟ

ΣΥΝΤΟΜΗ ΑΝΑΦΟΡΑ ΣΤΟ ΚΥΠΡΙΑΚΟ ΖΗΤΗΜΑ

Γενική επισκόπηση:

 Υπάρχουν δύο λαοί στη Κύπρο, ο λαός των Τουρκοκυπρίων και ο λαός των Ελληνοκυπρίων. Οι δύο λαοί του νησιού διαπραγματεύτηκαν και υπέγραψαν τις διεθνείς Συνθήκες της Κύπρου του 1960, ως δύο από τα πέντε συμβαλλόμενα μέρη (τα άλλα τρία μέρη ήταν η Τουρκία, το Ηνωμένο Βασίλειο και η Ελλάδα), συμφωνώντας να μοιραστούν την εξουσία βάσει της αρχής της ισότητας, ασκώντας αυτοτελώς τα δικαιώματά τους για αυτοδιάθεση.

Η Δημοκρατία της Κύπρου που ιδρύθηκε με τις συμφωνίες του 1959-60 δεν ήταν ενωτικό κράτος, ούτε έθνος, πόσο μάλλον ένα Ελληνοκυπριακό κράτος. Ήταν μία λειτουργική ομοσπονδία υπό τη μορφή Δημοκρατίας που συμπεριλάμβανε τη συνεργασία των Τουρκοκυπρίων και των Ελληνοκυπρίων που είχαν ζήσει στο νησί για αιώνες.
Αντίθετα με την κοινή εσφαλμένη άποψη που επικρατεί, το Κυπριακό Ζήτημα δεν άρχισε το 1974, αλλά τον Δεκέμβριο του 1963, μετά από τη διάλυση της Δημοκρατίας ‘συνεργασίας’ Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων του 1960 από την Ελληνοκυπριακή πλευρά ενόπλως. Η «Πράσινη Γραμμή» που διαχωρίζει το νησί σε δύο ζώνες καθιερώθηκε το 1963 και η επιτροπή ειρήνης των Η.Ε., επονομαζόμενη UNFICYP, εγκαταστάθηκε στο νησί στις 4 Μαρτίου του 1964.

Μεταξύ 1963 και 1974, οι Τουρκοκύπριοι επιβίωσαν, παρά την οδύνη και τις απώλειες που υπέστησαν λόγω των ένοπλων επιθέσεων των Ελληνοκυπρίων, περιορίστηκαν σε μικρές περίκλειστες εδαφικές ζώνες και υποβλήθηκαν σε κατάφωρες παραβιάσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων, μία εκ των οποίων ήταν ο επαναλαμβανόμενος υποβιβασμός τους σε καθεστώς προσφύγων που ζούσαν σε συνθήκες υπαίθριων φυλακών. Αυτές οι παρατηρήσεις έχουν καταχωρηθεί  αναλυτικά στις σχετικές εκθέσεις των Γενικών Γραμματέων που υποβλήθηκαν στο Συμβούλιο Ασφαλείας των Η.Ε. κατά την χρονική περίοδο 1963-1974. Στην πραγματικότητα, οι απάνθρωπες συνθήκες διαβίωσης που επιβλήθηκαν στον Τουρκοκυπριακό πληθυσμό περιγράφονται ως «πραγματική πολιορκία» από το Γενικό Γραμματέα στην έκθεση της 10ης Σεπτεμβρίου 1964 (S/5950) που υπέβαλλε στο Συμβούλιο Ασφαλείας.

Οι Τουρκικές Δυνάμεις Ειρήνης στη Κύπρο αποστάλησαν στο νησί το 1974, σύμφωνα με τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις της Τουρκίας που προκύπτουν από τη Συνθήκη Εγγύησης του 1960, προκειμένου να αποτραπεί η προσάρτηση του νησιού στην Ελλάδα αμέσως μετά από ένα αιματηρό πραξικόπημα που πραγματοποίησε η ελληνική χούντα. Χιλιάδες Τουρκοκύπριοι πολίτες έχασαν τη ζωή τους, ακρωτηριάστηκαν ή τραυματίστηκαν κατά την εντεκάχρονη Ελληνοκυπριακή κατοχή, που αποσκοπούσε στην προσάρτηση του νησιού στην Ελλάδα (ENΩΣΙΣ). Η παρουσία των Τουρκικών Δυνάμεων Ειρήνης στη Κύπρο είναι μια ζωτικής σημασίας επιταγή ασφάλειας για τους Τουρκοκύπριους πολίτες, η οποία

λειτουργεί ως  αποτρεπτικός παράγοντας ενάντια στην επανάληψη των κτηνωδιών από τους Έλληνες/Ελληνοκύπριους.

Η Τουρκοκυπριακή πλευρά, γνωρίζοντας πολύ καλά το γεγονός ότι ένα ειρηνικό μέλλον για τις νεώτερες γενεές δεν θα μπορούσε να αναφέρεται σε προσκόλληση στην τραγική εμπειρία του παρελθόντος, δεν έχασε ποτέ τη θέληση ή την αποφασιστικότητα για την εύρεση μιας υγιούς λύσης που θα εξασφάλιζε ότι η ιστορία δεν θα επαναλαμβανόταν. Σε αυτό το πλαίσιο, η Τουρκοκυπριακή πλευρά συμμετείχε στις επιχορηγούμενες από τα Η.Ε διαπραγματεύσεις για πάνω από σαράντα έτη.

 Εντούτοις, η Ελληνοκυπριακή πολιτική έναντι των συζητήσεων, δηλαδή η απόρριψη  των Συμφωνιών για τα Προσχέδια Πλαισίων του 1985-86, του επιχορηγούμενου από τα Η.Ε. Ιδεολογικού Συνόλου  του 1992, της Δέσμης Μέτρων Οικοδόμησης Εμπιστοσύνης του 1994, καθώς επίσης και άλλων πρωτοβουλιών, κατέστησε κάθε προσπάθεια καταδικασμένη σε αποτυχία.

Με τη μονομερή και παράνομη διαδικασία ένταξής της στην Ε.Ε., η Ελληνοκυπριακή πλευρά πρόσθεσε μια νέα διάσταση στις προσπάθειές της να καταστήσει χωρίς νόημα τη διαδικασία διαπραγματεύσεων. Στην πραγματικότητα, δήλωσε ανοιχτά το στόχο ένταξης της στην Ε.Ε. απομακρυνόμενη από τις καθιερωμένες παραμέτρους των Η.Ε. για την εύρεση μιας μελλοντικής λύσης και να καταστώντας την εγγύηση της Τουρκίας ατελέσφορη.

Με αυτή την προοπτική, η Ελληνοκυπριακή πλευρά κατόρθωσε με εκπληκτικό τρόπο να πείσει τον κόσμο ότι διαθέτει πολιτική θέληση για την εύρεση μιας λύσης και απεικόνισε τους Τουρκοκύπριους και την Τουρκία ως αδιάλλακτους φορείς κατά τη μακροχρόνια διαδικασία των διαπραγματεύσεων. Την 1η Δεκεμβρίου 2003, ακολούθησε η απερίφραστη δήλωση του τότε Ελληνοκύπριου ηγέτη  κ. Γλαύκου Κληρίδη, όπως δημοσιεύεται στην καθημερινή Ελληνοκυπριακή εφημερίδα ‘Mάχη’: «Έχουμε επιτύχει το στόχο ένταξης μας στην Ε. Ε., χωρίς να αποδεχόμαστε τίποτα  και χωρίς να προβαίνουμε σε οποιεσδήποτε παραχωρήσεις αποδίδοντας την ευθύνη την αποτυχίας στην Τουρκική πλευρά».

Η αποφασιστικότητα, τόσο από την πλευρά της διεθνούς κοινότητας όσο και από την Τουρκοκυπριακή πλευρά, τελεσφόρησε και το σχέδιο Ανάν, που υποβλήθηκε στην έγκριση των δύο πλευρών με χωριστά δημοψηφίσματα, δεν άφησε κανένα περιθώριο για οποιουσδήποτε πολιτικούς ή στρατηγικούς ελιγμούς. Το ισχυρό και ακλόνητο ‘όχι’ ως αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος στην Ελληνοκυπριακή πλευρά κατέστησε αρκετά σαφές ότι, στη συντριπτική πλειοψηφία, ούτε οι Ελληνοκύπριοι ούτε η πολιτική ηγεσία τους είναι έτοιμοι να συμμετέχουν σε ένα διακανονισμό κατανομής της εξουσίας με τους Τουρκοκύπριους. Αντ' αυτού, επιλέγουν να συνεχίσουν να απολαμβάνουν τα οφέλη του τίτλου της «Δημοκρατίας της Κύπρου» που οικειοποιήθηκαν.
Η απόρριψη του σχεδίου των Η.Ε. από τους Ελληνοκυπρίους έχει προκαλέσει μια ανωμαλία, διότι οι Τουρκοκύπριοι, οι οποίοι απάντησαν «ναι» στη ενοποίηση του νησιού και στην ένταξή του στην Ε.Ε. έμειναν έξω από την Ε.Ε., ενώ η Ελληνοκυπριακή πλευρά, που απέρριψε και τα δύο, προσχώρησε στην Ε.Ε.

Τα ταυτόχρονα χωριστά δημοψηφίσματα υπογραμμίζουν το γεγονός ότι υπάρχουν δύο χωριστοί λαοί στο νησί, κανένας από τους οποίους δεν αντιπροσωπεύει τον άλλο. Συνεπώς, θα αποτελούσε αστήρικτο ισχυρισμό η άποψη ότι υπάρχει μια ενιαία εξουσία για να αντιπροσωπεύσει ολόκληρο το νησί, μην λαμβάνοντας υπόψη την πραγματικότητα ότι οποιαδήποτε λύση στο νησί απαιτεί τη συγκατάθεση και των δύο πλευρών.

Είναι αλήθεια ότι το σχέδιο Aνάν δεν ικανοποίησε όλα τα αιτήματα και τις ανάγκες των Τουρκοκυπρίων. Ο πολύ μακρύς κατάλογος των λόγων γιατί το σχέδιο έπρεπε να είχε απορριφθεί απασχολεί κάθε Τουρκοκύπριο, πόσο μάλλον την ηγεσία. Εντούτοις, οι Τουρκοκύπριοι, έχοντας καταβάλλει ένα σημαντικό αντίτιμο για την προστασία των δικαιωμάτων και των ζωτικής σημασίας συμφερόντων τους, γνωρίζουν καλά το γεγονός ότι μια ανθεκτική λύση έχει επίσης το κόστος της και απαιτεί πολλούς συμβιβασμούς. Στις 24 Απριλίου 2004, οι Τουρκοκύπριοι  εξέφρασαν τη θέληση να πληρώσουν το κόστος ενός διακανονισμού και ψήφισαν υπέρ του σχεδίου Aνάν. Από την άλλη πλευρά, οι Ελληνοκύπριοι εξέφρασαν την άρνηση οποιουδήποτε συμβιβασμού και, επομένως, ψήφισαν κατά της διεξαγωγής διακανονισμού.

Η απομόνωση των Τουρκοκυπρίων:

Οι απάνθρωποι αποκλεισμοί που επιβάλλονται στους Τουρκοκύπριους από το 1963 συμπεριλαμβάνονται στους κύριους παράγοντες που δηλητηριάζουν τη σχέση μεταξύ των δύο συμβαλλόμενων μερών στην Κύπρο και εμποδίζουν την επίτευξη διακανονισμού. Αυτοί οι παράνομοι και ανήθικοι επιβαλλόμενοι αποκλεισμοί  αποτελούν κραυγαλέα παραβίαση του χάρτη των Η.Ε. και εφαρμόζονται κατά παράβαση των σχετικών διεθνών διακηρύξεων για τα   ανθρώπινα δικαιώματα.

Το συνολικό φάσμα αποκλεισμών που επιβλήθηκε στους Τουρκοκύπριους από την Ελληνοκυπριακή πλευρά ποικίλλει από την άρνηση δικαιώματος αντιπροσώπευσης των Τουρκοκυπρίων σε διεθνή φόρουμ μέχρι την απαγόρευση ή τον περιορισμό ταξιδίων στο εξωτερικό, την επικοινωνία τους με τον εξωτερικό κόσμο, τον περιορισμό του εμπορίου και του τουρισμού μεταξύ της Τουρκικής Δημοκρατίας της Βόρειας Κύπρου και του εξωτερικού κόσμου, καθώς και την παρακώλυση όλων των πολιτιστικών και αθλητικών σχέσεων των Τουρκοκύπριων με άλλες χώρες, ακόμη και με την Τουρκία.

 


Οι Τουρκοκύπριοι αξιώνουν μόνο τον τερματισμό της επί δεκαετιών άδικης τιμωρίας που υφίστανται. Η αδικία πηγάζει από το γεγονός ότι η Ελληνοκυπριακή πλευρά, που απέρριψε το Σχέδιο των Η.Ε, έχει γίνει μέλος της ΕΕ, ενώ η Τουρκοκύπρια πλευρά που έχει εγκρίνει το Σχέδιο όχι μόνο  παρέμεινε εκτός Ε.Ε., αλλά συνεχίζει να υποβάλλεται σε παράνομους περιορισμούς και αποκλεισμούς που πρέπει να εξεταστούν από τη διεθνή κοινότητα. Είναι καιρός οι απάνθρωποι αποκλεισμοί που επιβάλλονται στους Τουρκοκύπριους να απαλειφθούν εξολοκλήρου.

Όπως είναι ευρέως γνωστό, ο προηγούμενος Γενικός Γραμματέας των Η.Ε., στην έκθεση της 28ης Μαΐου 2004 που υπέβαλλε στο Συμβούλιο Ασφαλείας  (S/2004/437), ζήτησε από τη διεθνή κοινότητα  «να εξαλείψει τους περιττούς περιορισμούς και τα εμπόδια που επιφέρουν την απομόνωση των Τουρκοκυπρίων και την παρακώλυση της ανάπτυξής τους».

Στις 26 Απριλίου 2004, το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο Ξένων Υπουργών υπογράμμισε την αποφασιστικότητα  του Συμβουλίου «να βάλει ένα τέλος στην απομόνωση των Τουρκοκυπρίων».

Στη συνέχεια, η Κοινοβουλευτική Συνέλευση του Συμβουλίου της Ευρώπης εξέδωσε ένα ψήφισμα δηλώνοντας: «Η διεθνής απομόνωση των Τουρκοκυπρίων πρέπει να πάψει». 

Μέχρι τώρα, κανένα σταθερό βήμα δεν έχει γίνει προς την κατεύθυνση του τερματισμού της απομόνωσης των Τουρκοκυπρίων.

 Ο Άμεσος Εμπορικός Κανονισμός, που θα είχε εξασφαλίσει συνθήκες άμεσου εμπορίου μεταξύ των κρατών-μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της Τουρκικής Δημοκρατίας της Βόρειας Κύπρου, δεν έχει ακόμη εκδοθεί λόγω των συνεχών αντιρρήσεων της Ελληνοκυπριακής πλευράς. Ο Κανονισμός Χρηματικής Αρρωγής που εκδόθηκε με δύο έτη καθυστέρησης λόγω των Ελληνοκυπριακών ενστάσεων δεν έχει λειτουργήσει κατάλληλα, δεδομένου ότι η Ελληνοκυπριακή πλευρά είχε παραπέμψει κάθε προσφορά στο Ευρωπαϊκό Πρωτοδικείο. Αυτές οι υποθέσεις έχουν ανακληθεί με την πρόφαση μιας «κίνησης καλής θέλησης». Εντούτοις, ξέρουμε αρκετά καλά ότι η Ελληνοκυπριακή πλευρά έλαβε ό,τι είχε επιδιώξει διαμέσου ενός φιλικού διακανονισμού με την Επιτροπή. Ο φιλικός διακανονισμός αφορούσε την αλλαγή της συγκεκριμένης πρότασης που αναφερόταν στη δυνατότητα των αρχών μας να χορηγούν φορολογική απαλλαγή.

Η διεθνής κοινότητα πρέπει να εκπληρώσει την υπόσχεσή της προς την Τουρκοκυπριακή πλευρά, όχι μόνο για να αποκαταστήσει την αξιοπιστία της στα μάτια των Τουρκοκυπρίων, αλλά και για να ωθήσει την Ελληνοκυπριακή πλευρά προς μια δίκαιη και βιώσιμη λύση στη Κύπρο.


Η Ελληνοκυπριακή κυβέρνηση έχει αρχίσει ακόμη μια εκστρατεία, μέσω της οποίας προσπαθεί να απεικονίσει το πέρας της Τουρκοκυπριακής απομόνωσης ως αναγνώριση.

O Γενικός Γραμματέας των Η.Ε. Μπαν Κι Μουν, στην έκθεσή του της 3ης Δεκεμβρίου 2007 (S/2007/699), εκφράζει τη λύπη του για το ότι η «τρέχουσα συζήτηση σχετικά με την κατάργηση της απομόνωσης των Τουρκοκυπρίων έχει οδηγήσει σε αντιπαράθεση σχετικά με την αναγνώριση…» και δηλώνει  σαφώς ότι «η συντήρηση των οικονομικών, κοινωνικών, πολιτιστικών, αθλητικών ή παρόμοιων δεσμών ή  επαφών δεν (ισοδυναμούσε) ισοδυναμεί με αναγνώριση… αντίθετα, αυτό (θα ωφελούσε) ωφελεί όλους τους Κυπρίους με την εδραίωση εμπιστοσύνης, τη δημιουργία ενός ακόμη πιο αγωνιστικού χώρου και συνεπώς με τη μεγάλη  συνεισφορά στην επανένωση του νησιού.»

Υπάρχει περισσότερη ανάγκη από ποτέ ώστε η διεθνής κοινότητα να παύσει την Τουρκοκυπριακή απομόνωση, σε μία εποχή που συνεχίζονται οι προσπάθειες για ένα διεξοδικό διακανονισμό. Αυτό θα μπορούσε να παρακινήσει την Ελληνοκυπριακή πλευρά να σημειώσει πραγματική πρόοδο στις διαπραγματεύσεις.

Η Τουρκοκυπριακή  Προσέγγιση Ενός Διακανονισμού:

 Η Τουρκοκύπρια πλευρά παραμένει πλήρως προσηλωμένη στον διεξοδικό διακανονισμό του Κυπριακού Ζητήματος με γνώμονα τις καλές ενέργειες του Γενικού Γραμματέα των Η.Ε. Τα Η.Ε. είναι η μόνη ‘εξέδρα’ επίλυσης του Κυπριακού Ζητήματος.

 Οι παράμετροι των Η.Ε. που αναφέρονται  στην πολιτική ισότητα των δύο λαών, στην ισότητα του καθεστώτος των δύο Ιδρυτικών Κρατών,στη διζωνικότητα  και σε μια νέα συνεργασία αποτελούν τους ακρογωνιαίους λίθους οποιουδήποτε μελλοντικού διακανονισμού στο νησί. Η συνέχεια της αποτελεσματικής παροχής  εγγύησης της Τουρκίας είναι σημαντική για τη Τουρκοκυπριακή πλευρά.

Έπειτα από περισσότερα από 40 έτη διαπραγμάτευσης, οι ενέργειες των γραφείων των Η.Ε μας έχουν παράσχει ένα ουσιαστικό σώμα έργου ικανού να μας επιτρέψει να αρχίσουμε ολοκληρωμένες διαπραγματεύσεις. Ξέρουμε αρκετά καλά με τι θα μοιάζει μία λύση.

Αυτή η πρωτοβουλία συμφωνεί επίσης με το όραμα του Γενικού Γραμματέα των Η.Ε. που περιγράφεται στην πιο πρόσφατη έκθεσή του (S/2007/699) με την οποία δηλώνει ότι «η γενική περίληψη μιας λύσης είναι ευρέως γνωστή και θα βασιστεί στο σημαντικά μεγάλο όγκο εργασίας και στις βασικές αποδοχές καθιερωμένων παραμέτρων που επεξεργάστηκαν ήδη κατά τη διάρκεια των προηγούμενων δεκαετιών, βάσει των οποίων
καθεμία πλευρά μπορεί,  και πρέπει πράγματι, να επιστρατεύσει για την αναζήτηση ενός διακανονισμού».

Ο ρόλος της Ε.Ε. πρέπει να περιοριστεί στην ενθάρρυνση της Ελληνοκυπριακής πλευράς να είναι πιο διαλλακτική στα πλαίσια των διαπραγματεύσεων. Η Ε.Ε. πρέπει επίσης να παραμείνει προσηλωμένη στην διευκόλυνση ενός διεξοδικού διακανονισμού που θα μπορούσε να αποτελέσει προϊόν ολοκληρωμένων διαπραγματεύσεων. Κατά τη διάρκεια μιας τέτοιας διαδικασίας διαπραγμάτευσης, η βοήθεια της Ε.Ε. σε ένα τεχνικό επίπεδο, όπως συνέβη κατά τη διάρκεια των διαπραγματεύσεων του Σχεδίου Aνάν, θα εκτιμηθεί οπωσδήποτε.


Προοπτικές Διακανονισμού:

Κατά την περίοδο που επακολούθησε μετά τα δημοψηφίσματα για το Σχέδιο Aνάν, οι προσπάθειες που στόχευσαν στη συμμετοχή σε μια νέα διαδικασία  διαπραγματεύσεων υπό την αιγίδα των Η.Ε. δεν θα μπορούσαν να παράγουν αποτελέσματα λόγω της αδιαλλαξίας της Ελληνοκυπριακής ηγεσίας.

 Η εκλογή ενός νέου ηγέτη και η συνακόλουθη συνεδρίαση που πραγματοποιήθηκε μεταξύ των Προέδρων Tαλάτ και Χρηστόφια αύξησε στις 21 Μαρτίου 2008 τις προσδοκίες, τόσο στο νησί όσο και εκτός αυτού, ως προς την αναζήτηση της επίλυσης του Κυπριακού Ζητήματος.

 Στην επόμενη περίοδο, οι σύμβουλοι των δύο ηγετών, ο κ. Νάμι και ο κ. Ιακώβου, επιστράτευσαν έξι ομάδες εργασίας (για να συζητήσουν τα θεμελιώδη ζητήματα του Κυπριακού Ζητήματος) και επτά Τεχνικές Επιτροπές (για να συζητήσουν  θέματα σχετικά με τις καθημερινές υποθέσεις) που άρχισαν τις εργασίες τους στις 22 Απριλίου 2008.

 Επιπλέον, στη συνεδρίασή τους που έλαβε χώρα στις 25 Ιουλίου, οι ηγέτες έδωσαν οδηγίες για την άμεση και πλήρη εφαρμογή αυτών των μέτρων.

Από τις 21 Μαρτίου, οι δύο Ηγέτες συμφώνησαν:

1. ότι η νέα συνεργασία θα έχει μια ομοσπονδιακή κυβέρνηση με μια ενιαία διεθνή προσωπικότητα, καθώς επίσης και ένα Ιδρυτικό κράτος Τουρκοκυπρίων μαζί με ένα Ελληνοκυπριακό Ιδρυτικό κράτος που θα φέρουν ίσο καθεστώς.

 2. σε γενικές γραμμές, στα ζητήματα της ενιαίας κυριαρχίας και της ενιαίας υπηκοότητας (συμφώνησαν να συζητήσουν τις λεπτομέρειες της εφαρμογής τους κατά τη διάρκεια των ολοκληρωμένων διαπραγματεύσεων)


3. ότι ο τελικός διακανονισμός θα υποβληθεί σε χωριστά δημοψηφίσματα και στις δύο πλευρές.
Σε αντικατοπτρισμό της υψηλής προσήλωσής τους, οι ηγέτες έχουν συμφωνήσει επίσης να καθιερώσουν μια ασφαλή άμεση επικοινωνία για να διευκολύνουν την απευθείας επαφή μεταξύ τους.

 Ο Γενικός Γραμματέας των Η.Ε. διόρισε, με την έγκριση και των δύο πλευρών, τον κ. Αλεξάντερ Ντόουνερ ως Ειδικό Σύμβουλό του για την Κύπρο.

Ο κ. Ντόουνερ, έπειτα από τη συνάντησή του με  τους δύο ηγέτες, εξέφρασε την ενθάρρυνσή του από την αποφασιστικότητά τους να βρούν μια λύση στο Κυπριακό Ζήτημα και την πεποίθησή του ότι οι προοπτικές για μια λύση δεν ήταν ποτέ τόσο θετικές. Από την εγκαινίαση της νέας διαδικασίας των διαπραγματεύσεων στις 3 Σεπτεμβρίου 2008, οι δύο ηγέτες έχουν ολοκληρώσει προσωρινά τις πρώτες αναγνώσεις των ζητημάτων της διακυβέρνησης και της κατανομής εξουσίας, της ιδιοκτησίας, των θεμάτων της Ε.Ε. καθώς επίσης και των οικονομικών θεμάτων. Οι ηγέτες έχουν αρχίσει να συζητούν το θέμα του εδάφους. Δεδομένου ότι αυτή είναι μόνο η πρώτη ακρόαση, οι δύο πλευρές θέτουν τις κύριες αρχές επί τάπητος.

 Ως Τουρκοκυπριακή πλευρά έχουμε κάνει ότι μπορούσαμε ώστε να συστηματοποιήσουμε και να επισπεύσουμε την τρέχουσα διαδικασία όσο το δυνατόν περισσότερο. Εντούτοις, δεδομένου ότι η Ελληνοκυπριακή πλευρά απορρίπτει οποιοδήποτε είδος  χρονοδιαγράμματος και τη συμμετοχή των Η.Ε., η διαδικασία δεν προχωρεί στον επιθυμητό ρυθμό.

Είναι ακόμα σημαντικότερο σε αυτό το πλαίσιο, όλα τα συμβαλλόμενα μέρη που ενδιαφέρονται να επιτύχουν ένα διακανονισμό  του Κυπριακού ζητήματος,  να απέχουν από τη λήψη μέτρων που θα υπονόμευαν τη διαδικασία. Η Ελληνοκυπριακή πλευρά πρέπει να διακόψει τις προσπάθειές της να εκμεταλλευτεί τη διαδικασία ένταξης της Τουρκίας στην Ε. Ε. με σκοπό την εκμαίευση μονομερών παραχωρήσεων από την Τουρκία εις βάρος των αναφαίρετων δικαιωμάτων των Τουρκοκυπρίων. Μια τέτοια στρατηγική, αναμφίβολα, θα αποτύχει.

 Παρά όλες τις διαφορές μας και τις δυσκολίες που και οι δύο πλευρές έχουν βιώσει στην τρέχουσα πορεία τους, είμαστε αισιόδοξοι ότι με την πλήρη υποστήριξη και την ενθάρρυνση της διεθνούς κοινότητας μπορούμε να καταλήξουμε σε κάποιο διακανονισμό  αυτού του παρατεταμένου προβλήματος εντός του 2009, βάσει των παραμέτρων της πολιτικής ισότητας, του ίσου καθεστώτος, της διζωνικότητας, καθώς επίσης και μιας νέας συνεργασίας, που προτείνουν τα Ηνωμένα Έθνη.